- ροσμπίφ
- το, Νέδεσμα τής κατσαρόλας από κοκκινιστό βοδινό κρέας με καρυκεύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. roast-beef «ψημένο βοδινό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροσμπίφ — το (λ. αγγλ.), άκλ., φαγητό από βοδινό κρέας με διάφορα καρυκεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)